- καταλέγεται
- καταλέγωlay downpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εισποιώ — εἰσποιῶ ( έω) (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ 2. εισάγω 3. αποδίδω σε κάποιον 4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν») 5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τόν κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν)… … Dictionary of Greek